φωνασκῶ

φωνασκῶ
φωνασκέω
train one's voice
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
φωνασκέω
train one's voice
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
φωνασκός
one who trains the voice
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • φωνασκώ — φωνασκῶ, έω, ΝΜΑ νεοελλ. εκβάλλω δυνατές φωνές, φωνάζω ή μιλώ με οξεία και διαπεραστική φωνή μσν. αρχ. (ενεργ. και μέσ.) ασκώ τη φωνή μου στην ωδική και την απαγγελία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + ἀσκῶ (πρβλ. σωμ ασκῶ)] …   Dictionary of Greek

  • φωνασκώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φωνάσκω — Μ φωνασκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < φωνώ + ρηματ. κατάλ. –άσκω (πρβλ. γηρ άσκω)] …   Dictionary of Greek

  • φωνασκώ — αμτβ., κραυγάζω, φωνάζω διαπεραστικά, ξεκουφαίνω τον κόσμο με τις φωνές μου ή φλυαρώ με ενοχλητική διαπεραστική φωνή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φωνή — Το αποτέλεσμα ενός συντονισμένου συνόλου κινήσεων των φωνητικών οργάνων, που πραγματοποιείται κάτω από τον έλεγχο των νευρικών κέντρων. Τα συστήματα παραγωγής της φ. διαιρούνται σχηματικά σε 3 κατηγορίες: 1) αναπνευστικό σύστημα· 2) λαρυγγικό… …   Dictionary of Greek

  • ασκώ — (AM ἀσκῶ, έω) 1. γυμνάζω, προπονώ, καθιστώ κάποιον έμπειρο και ικανό σε κάτι 2. μέσ. με συνεχή επανάληψη και άσκηση προσπαθώ να αποκτήσω πείρα, εκπαιδεύομαι, κοπιάζω μσν. εκκλ. μέσ. υποβάλλω το σώμα μου σε στερήσεις αρχ. 1. επεξεργάζομαι κάτι με… …   Dictionary of Greek

  • ληκυθίζω — (Α) [λήκυθος] 1. μιλώ με υπόκωφη φωνή, σαν να μιλώ μέσα σε λήκυθο («τραγωδὸς Μοῡσα ληκυθίζουσα», Καλλ.) 2. φωνασκώ, βοώ, μιλώ με κομπασμό 3. φρ. «ληκυθίζω θέσεις» λέγω κοινοτοπίες ή μεγαλοποιώ τα κοινά και απλούστατα πράγματα με ρητορικές… …   Dictionary of Greek

  • φωνασκία — η, ΝΜΑ [φωνασκῶ] νεοελλ. πολύ δυνατή φωνή ή συζήτηση με οξεία και διαπεραστική φωνή μσν. αρχ. η τέχνη άσκησης τής φωνής στην απαγγελία ή στο τραγούδι …   Dictionary of Greek

  • φωνασκητής — ὁ, ΜΑ [φωνασκῶ] φωνασκός …   Dictionary of Greek

  • φωνασκός — ο, ΝΜΑ, και φωνασκός, ἡ, Α νεοελλ. αυτός που φωνασκεί, που μιλάει φωνάζοντας μσν. αρχ. δάσκαλος τής ωδικής και τής απαγγελίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. τού φωνασκῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”